- συνδιοίκηση
- η, Ν [συνδιοικώ]1. διοίκηση που ασκείται από κοινού2. (κοινων.) καθεμιά από τις διάφορες μορφές συμμετοχής τών εργαζομένων στη διοίκηση και διαχείριση τών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.